Πώς κηρύσσεται απόφαση διαζυγίου αλλοδαπού δικαστηρίου εκτελεστή στην Ελλάδα;


Από τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 780, 905 παρ. 4 και 323 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, η οποία αφορά μεν στην προσωπική κατάσταση, εμπίπτει δε στις, κατά το ελληνικό δίκαιο, ως δίκαιο της lex fori (ΕφΑθ 727/2006, ΕλλΔνη 2007, σελ. 1708· ΠολΠρωτΑθ 9970/1997, ΕλλΔνη 1998/677· ΜονΠρωτΘεσ 14678/2010, ΤΝΠ Ισοκράτης· ΜονΠρωτΠειρ 262/2009, ΕΠολΔ 2009, σελ. 385), εκδιδόμενες κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας αποφάσεις, έχει στην Ελλάδα, χωρίς άλλη διαδικασία, την ισχύ που της αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους του δικαστηρίου, που την εξέδωσε, εφόσον συντρέχουν οι αναφερόμενες στην διάταξη του άρθρου 780 ΚΠολΔ προϋποθέσεις, εκτός αν υπάρχει διεθνής σύμβαση που ορίζει διαφορετικά.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 323 και 905 αρ. 1, 3 και 4 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση αλλοδαπού πολιτικού δικαστηρίου που αφορά στην προσωπική κατάσταση, ισχύει και αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα, εφόσον: α) αποτελεί δεδικασμένο κατά το δίκαιο του τόπου, όπου εκδόθηκε, β) η υπόθεση κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου υπαγόταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, γ) ο διάδικος που νικήθηκε, δεν στερήθηκε του δικαιώματος της υπερασπίσεως και γενικά της συμμετοχής στη δίκη, εκτός αν η στέρηση έγινε σύμφωνα με διάταξη που ίσχυε για τους πολίτες του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, δ) δεν είναι αντίθετη προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου και ε) δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη (ΕφΘεσ 2367/1998 ΕλλΔνη 39.1351), όπως η έννοια τους προσδιορίζεται στη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ και αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στην χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή και τίτλων αλλοδαπού δικαίου που μπορεί να προξενήσει διαταραχή στον ρυθμό αυτό που κυριαρχεί στην χώρα και διέπεται από τις αρχές αυτές (ΟλΑΠ 6/1990 ΕλλΔνη 31. 552, ΑΠ 108/2001 ΕλλΔνη 42. 684, ΑΠ 88/1991 ΝοΒ 40. 545, ΕφΑθ 4988/2000 ΕλλΔνη 41. 1678, ΕφΘεσ 451/2000 Αρμ 54. 829 επ.). Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση πρέπει να σημειωθεί ότι η υπόθεση θεωρείται πως υπάγεται στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, όταν ο Έλληνας Δικαστής, υπεισερχόμενος υποθετικά στη θέση του αλλοδαπού Δικαστή, θα είχε δικαιοδοσία για την υπόθεση με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου (ΑΠ 193/1983 ΕΕΝ 50. 712, ΕφΘεσ 3836/1996 Αρμ 1997. 825, ΕφΑθ 10601/1995 ΕλλΔνη 1998.147).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των ημεδαπών πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί εφόσον υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Τέτοια υφίσταται με το άρθρο 39 ΚΠολΔ σε γαμική διαφορά και για το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος της τελευταίας κοινής πραγματικής διαμονής των συζύγων. Εξάλλου, το αλλοδαπό δίκαιο του τόπου έκδοσης της απόφασης είναι αυτό που θα προσδιορίσει τη δικονομική ωριμότητα της απόφασης, δηλαδή αν αυτή αποτελεί δεδικασμένο ή και αμετάκλητο όπου απαιτείται (ΑΠ 1314/1994 ΕλλΔνη 1996. 636, ΕφΑθ 3918/1989 ΑρχΝ 1992. 393, Μαριδάκης, Η εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων, 1970, σ. 63). Εξάλλου, η αναγνώριση του δεδικασμένου αλλοδαπής αποφάσεως ρυθμίζεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 323 και 905 ΚΠολΔ, στην περίπτωση ελλείψεως διμερούς ή πολυμερούς συμβάσεως μεταξύ Ελλάδος και του κράτους, στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, διαφορετικά ισχύουν οι ρυθμίσεις της διμερούς ή πολυμερούς συμβάσεως.